αχάλαστος

αχάλαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν καταστράφηκε: Ο σεισμός δεν άφησε τίποτε αχάλαστο.
2. αυτός που δεν τον σκότωσαν: Οι Τούρκοι λίγους άφησαν αχάλαστους.
3. αυτός που δεν ανταλλάχτηκε με μικρότερα νομίσματα ίσης συνολικά αξίας: Είχε ένα πενηντάρικο αχάλαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχάλαστος — και αχάλαγος, η, ο (AM ἀχάλαστος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστραφεί νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει δαπανηθεί ή καταναλωθεί 2. (για χρήματα) αυτός που δεν ανταλλάχθηκε με νομίσματα μικρότερης αξίας 3. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • αδιάφθορος — η, ο αυτός που δε διαφθείρεται, αχάλαστος: Μέσα στη γενική φθορά αυτός έμεινε αδιάφθορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”